- ὑπατοειδής
- ὑπατοειδήςin the region of themasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπατοειδής — ές, Α μουσ. όμοιος ως προς τη φύση με την ὑπάτη* («μελοποιΐα ὑπατοειδής», Αριστείδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπάτη (χορδή) + ειδής*] … Dictionary of Greek
ὑπατοειδεῖς — ὑπατοειδής in the region of the masc/fem acc pl ὑπατοειδής in the region of the masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατοειδοῦς — ὑπατοειδής in the region of the masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατοειδέσιν — ὑπατοειδής in the region of the masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατοειδῶν — ὑπατοειδής in the region of the masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοειδής — μεσοειδής, ές (Α) αυτός που ηχεί στους μεσαίους τόνους τής φωνής, σε αντιδιαστολή με τους υψηλούς και τους χαμηλούς («μελοποιία.... ἡ μὲν ὑπατοειδής ἐστιν, ἡ δὲ μεσοειδής», Αριστείδ. Κ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ειδής*] … Dictionary of Greek
υπερβολοειδής — ές / ὑπερβολοειδής, ές, ΝΜ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπερβολοειδές·μαθημ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού που έχει ένα κέντρο και τού οποίου μερικές από τις επίπεδες τομές είναι υπερβολές (α. «δίχωνο υπερβολοειδές» β. «μονόχωνο υπερβολοειδές») αρχ.… … Dictionary of Greek